Μνημείο Θερμοπυλών
Απόσταση από Καμένα Βούρλα 22 km. Google's map
Η Μάχη των Θερμοπυλών διεξήχθη το 480 π.Χ. (παράλληλα με τη ναυμαχία του Αρτεμισίου) μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, κατά την δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Οι Πέρσες είχαν ηττηθεί στον Μαραθώνα δέκα χρόνια νωρίτερα, γι' αυτό και ετοίμασαν μια δεύτερη εκστρατεία, αρχηγός της οποίας ήταν ο Ξέρξης. Ο Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να κλείσουν τα στενά των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου. Οι Πέρσες, οι οποίοι κατά τις αρχαίες πηγές είχαν εκατομμύρια άνδρες στρατό και κατά τις σύγχρονες εκατόν με τριακόσιες χιλιάδες άνδρες, έφθασαν στα στενά στις αρχές του Σεπτεμβρίου.
Η μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία. Κυρίως όμως από ηθική άποψη είναι λαμπρό παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στην πατρίδα. Η μάχη έδειξε τα πλεονεκτήματα της στρατιωτικής εκπαίδευσης των Σπαρτιατών, του καλύτερου εξοπλισμού και της έξυπνης χρήσης της διαμόρφωσης του εδάφους.
Ο Διόδωρος γράφει ότι χίλιοι Λακεδαιμόνιοι και 3 χιλιάδες Πελοποννήσιοι (4.000 άνδρες) πολέμησαν στις Θερμοπύλες - ο Ηρόδοτος, ο οποίος παραπέμπει στον Σιμωνίδη, αναφέρει τον ίδιο αριθμό. Παρ' ολ' αυτά, ο Ηρόδοτος νωρίτερα είχε αναφερθεί στην παρουσία τριών χιλιάδων εκατό Πελοποννήσιων - αργότερα αναφέρεται και στους είλωτες, και ο Ρέτζιναλντ Γουόλτερ Μάκαν γράφει ότι "στις Θερμοπύλες βρίσκονταν και 900 είλωτες, 3 για κάθε Σπαρτιάτη". Οι είλωτες μπορεί να συμμετείχαν στη μάχη ως θωρακισμένοι υπηρέτες των Σπαρτιατών ή αλλιώς αυτοί οι 900 άνδρες να ήταν οι περίοικοι, για τους οποίους κάνει λόγο ο Διόδωρος.
Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
Γνωστό και με τις παραλλαγές "Μοναστήρι της Καρυάς" της "Αγίας" η "Αγία Σωτήρα" το όμορφο αυτό Μοναστήρι βρίσκεται 4 χιλιόμετρα πάνω από την λουτρόπολη των Καμένων Βούρλων σε υψόμετρο 310 μ. μέσα σ΄ ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον με μια εξαιρετική θέα.
Η αρχική ίδρυση της Μονής πρέπει να έγινε περί τον 7ο μ.Χ. αιώνα χωρίς αυτό να θεμελιώνεται επιστημονικά. Το καθολικό ανάγεται στον 11ο με 12ο αιώνα. Αρχικά ήταν ρυθμού Βασιλικής με τρούλο τον οποίο κατέστρεψε διά κανονιοβολισμού Τούρκος αξιωματούχος. Η κατάρρευση της οροφής το 1600 περίπου, επισκευάσθηκε σε σαμαροσκεπή τρίκλιτη βασιλική. Για την τοιχοδομία έχουν χρησιμοποιηθεί λίθοι μεγάλων διαστάσεων από κτίσματα παλαιοτέρων χρόνων του 5ου η 4ου π.Χ. αιώνος, ενώ θραύσματα από αρχαίες κολώνες και άλλα, βρίσκονται συγκεντρωμένα νοτίως του καθολικού.
Μεταξύ των ετών 1725 η 1736 εως 1757 έγινε η υφιστάμενη μέχρι σήμερα αγιογράφηση του Καθολικού, από ανώνυμο αγιογράφο. Πρίν από αυτή υπήρχε άλλη πού κατεστράφη η επιχρίσθη. Καί αυτή πού διασώζεται έχει υποστεί πολλές φθορές καί αλλοιώσεις.
Φυλάσσονται πολλά κειμήλια και φορητές εικόνες. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στους χριστιανούς και στους αγωνιστές της επαναστάσεως. Το 1833 διαλύθηκε. Στα χρόνια της Κατοχής ήταν καταφύγιο των κατοίκων. Ανασυστάθηκε το 1964 και το 1975 έγινε επίσημη ανακαίνιση. Οι άοκνες προσπάθειες της αδελφότητος και οι δωρεές το κατέστησαν από κτιριακής απόψεως ένα νοικοκυρεμένο σύνολο. Εορτάζει την 6η Αυγούστου.
Το Κάστρο της Μενδενίτσας
Το Κάστρο της Μενδενίτσας ή Βοδονίτσας βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του όρους Καλίδρομο, στην κορυφή ενός λόφου που δεσπόζει στο στρατηγικής σημασίας πέρασμα της "Κλεισούρας", η οποία συνδέει τις Θερμοπύλες με την Αμφίκλεια. Λόγω της πανοραμικής του θέας, το ύψωμα επιτρέπει τον έλεγχο του Μαλιακού και του βορείου Ευβοϊκού κόλπου.
Το Κάστρο της Μενδενίτσας ανεγέρθηκε κατά την ίδρυση της Μαρκιωνίας της Βοδονίτσας από τον Λομβαρδό ιππότη Guido Pallavicini στα 1204. Θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας πόλης των Αυγειών ή Φορυγών που διαδέχτηκε την ομηρική Τάρφη. Εντάσσεται σε μια σειρά οχυρωματικών έργων που κατασκεύασαν οι Φράγκοι στη Στερεά Ελλάδα με σκοπό την παρεμπόδιση της επέκτασης του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το κάστρο κατελήφθη από τους Τούρκους το 1414.
Το κάστρο αποτελείται από δυο σχεδόν ομόκεντρους περιβόλους και έναν προμαχώνα. Ο εξωτερικός περίβολος, πάχους 1,40 - 2,00 μ., που έχει καταρρεύσει κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, εδράζεται στα ερείπια των τειχών της αρχαίας πόλης των Φαρυγών ή της Τάρφης και ενισχύεται με τετράγωνους πύργους. Η πύλη βρισκόταν πιθανότατα στη νότια πλευρά.
Ο προμαχώνας βρίσκεται ανάμεσα στους δυο περιβόλους και κτίστηκε για να ενισχύσει το νότιο τμήμα του εσωτερικού περιβόλου. Στο δυτικό του άκρο υπάρχει τραπεζιόσχημο κτίσμα, πιθανόν δεξαμενή.
Ο εσωτερικός περίβολος, που καταλαμβάνει τη θέση της ακρόπολης της αρχαίας πόλης, διαιρείται σε δυο τμήματα με έναν διαχωριστικό τοίχο που ενισχύεται με πύργο. Το εξωτερικό τμήμα αυτού του περιβόλου διατηρείται μόλις μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. Η πρόσβαση στο εσωτερικό τμήμα του περιβόλου, που αποτελεί και το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του κάστρου, γίνεται από μία πύλη που ανοίγεται στον διαχωριστικό τοίχο δυτικά του πύργου. Το εσωτερικό αυτό τμήμα ενισχύεται από προμαχώνα στη βόρεια πλευρά και από τετράγωνο πύργο στη βορειοανατολική. Στο εσωτερικό του υπάρχουν ερείπια κτηρίων και δεξαμενές.
Η τοιχοποιία του κάστρου αποτελείται από αμιγώς αρχαία τμήματα, καθώς και από τμήματα αργολιθοδομής με ενδιάμεσες πλίνθους και συνδετικό κονίαμα, ενίοτε με ενσωματωμένο αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση.
Το μνημείο είναι διαρκώς επισκέψιμο.
Δελφοί - Μαντείο - Μουσείο
Απόσταση από Καμένα Βούρλα 102 km. Google's map
Οι Δελφοί ήταν αρχαία ελληνική πόλη στην οποία λειτούργησε το σημαντικότερο μαντείο του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η πόλη αναφέρεται από τους ομηρικούς χρόνους με την ονομασία Πυθώ. Στην αρχή των ιστορικών χρόνων ήταν μία από τις πόλεις της αρχαίας Φωκίδας, αλλά σταδιακά ο ρόλος της πόλης ενισχύθηκε και εξελίχθηκε σε πανελλήνιο κέντρο και ιερή πόλη των αρχαίων Ελλήνων.
Αποτέλεσε επίσης κέντρο της Δελφικής Αμφικτυονίας. Οι Δελφοί διατήρησαν τη σημαντική τους θέση μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του μαντείου με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Τους επόμενους αιώνες η πόλη παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε οριστικά την περίοδο των σλαβικών επιδρομών.
To Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας και του τότε γνωστού κοσμου. Θεωρείται ότι το σημείο όπου κτίστηκε ήταν ο ομφαλός της γης, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Ζευς άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, συναντήθηκαν στους Δελφούς. Ήταν αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το διάμεσο, με το οποίο επικοινωνούσε ο θεός, και έδινε τους χρησμούς, που καταγράφονταν και ερμηνεύονταν από τους ιερείς.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών είναι ένα από τα πιο σημαντικά μουσεία της Ελλάδας. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν αρχαία αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο του μαντείου των Δελφών και κυρίως αναθήματα αφιερωμένα στο ιερό.Το πρώτο μουσείο στους Δελφούς, αποτελούμενο από δύο πτέρυγες, οικοδομήθηκε το 1903 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Αλμπέρ Τουρνέρ, με δωρεά του ευεργέτη Α. Συγγρού, για να στεγάσει τα ευρήματα της μεγάλης γαλλικής ανασκαφής, που είχε αρχίσει το 1892.
Το 1935 αποφασίστηκε η κατασκευή ενός μεγαλύτερου μουσείου. Η νέα έκθεση τελείωσε το 1939, αλλά η κήρυξη του πολέμου δεν επέτρεψε να ανοίξει στο κοινό. Το μουσείο άδειασε από τα εκθέματα, πολλά από τα οποία, όπως ο Ηνίοχος, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Το 1952 ξεκίνησε ο επαναπατρισμός των εκθεμάτων.
Το 1975 το μουσείο εμπλουτίστηκε με τα χρυσελεφάντινα αντικείμενα που βρέθηκαν στις ανασκαφές στην Ιερά Οδό. Η τελευταία μεγάλη ανακαίνιση του μουσείου πραγματοποιήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού και έγινε αναδιαρρύθμιση των εκθεμάτων σύμφωνα με την τελευταία μουσειολογική αντίληψη. Υπεύθυνος αρχιτέκτονας ήταν ο Αλέξανδρος Τομπάζης.
Μετέωρα
Απόσταση από Καμένα Βούρλα 183 km. Google's map
Τα Μετέωρα είναι ένα σύμπλεγμα από τεράστιους σκοτεινόχρωμους βράχους από ψαμμίτη οι οποίοι υψώνονται έξω από την Καλαμπάκα, κοντά στα πρώτα υψώματα
της Πίνδου και των Χασίων. Τα μοναστήρια των Μετεώρων, που είναι χτισμένα στις κορυφές κάποιων από τους βράχους, είναι σήμερα το δεύτερο πλέον σημαντικό μοναστικό συγκρότημα στην Ελλάδα, ύστερα από το Άγιο Όρος.
Το όνομα Μετέωρα αποδίδεται στον κτήτορα της μονής Μεγάλου Μετεώρου, τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, ο οποίος ονόμασε Β«ΜετέωροΒ» τον Πλατύ Λίθο στον οποίο ανέβηκε πρώτη φορά το 1344.
Γενικά η μοναστική ζωή στα Μετέωρα σημείωσε ύφεση στα χρόνια της παρακμής και της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας το 1393.
Ωστόσο, από τα τέλη του 15ου αιώνα και κυρίως το 16ο αιώνα τα Μετέωρα γνωρίζουν τη
μεγαλύτερή τους ακμή, καθώς ιδρύονται νέες μονές, καθολικά και μοναστηριακά κτίσματα, τα οποία κοσμούνται με απαράμιλλης τέχνης αγιογραφίες.
Τα Μετέωρα, λόγω και της μορφολογίας τους, πρόσφεραν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ιδανικό καταφύγιο για το μοναχισμό και διέσωσαν μνημεία του πολιτισμού και έργα της μεταβυζαντινής τέχνης. Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλά μοναστήρια λεηλατήθηκαν από το στρατό του Αλή Πασά. Στη δεκαετία του 1920 λαξεύτηκαν κλίμακες και σήραγγες στους βράχους καθιστώντας τις μονές προσβάσιμες από το γειτονικό οροπέδιο κι έτσι η παραδοσιακή μέθοδος επικοινωνίας και ανεφοδιασμού τον μονών με ανεμόσκαλες, σκοινιά, τροχαλίες και καλάθια, σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Για το λόγο αυτό οι Έλληνες αφιέρωναν βωμούς στον Ηρακλή κοντά σε ιαματικές πηγές. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία περί της καταστροφής από τους Πέρσες στις Θερμοπύλες ενός βωμού αφιερωμένου στον Ηρακλή.
Βωμός Ηρακλέους
Το Νοέμβριο του 1937 ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Oldfather ανακάλυψε στους πρόποδες του όρους Κνημίς, τετρακόσια περίπου μέτρα ΝΔ των ιαματικών πηγών Καμένων Βούρλων ένα λαξευμένο σε ασβεστολιθικό βράχο βωμό, τον οποίο δημοσίευσε στο AJA to 1940.
O Contstantine Yavis εκδίδοντας το 1949 το βιβλίο Greek Altars κάνει ιδιαίτερη μνεία περί του βωμού των Καμένων Βούρλων, τον οποίο χαρακτηρίζει ως βωμό εξέδρα δίχως να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία περί της χρονολογήσεώς του.
Ενδεικτική επιφανειακή κεραμική, που περισυλλέχθηκε από το περιβάλλοντα χώρο χρονολογείται από τους ύστερη κλασσική εποχή έως και τη ρωμαιοκρατία. Επιπλέον η ονομασία του χώρου Β«ΚολυμπύθρεςΒ» αποτελεί αποχρώσα ένδειξη για την πιθανή συνέχιση χρήσεως του χώρου κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Η σεισμικότητα της περιοχής και οι πολλές θερμές πηγές συνδέουν κυρίως την Επικνημίδια Λοκρίδα με τον κορυφαίο ήρωα και ημίθεο των Ελλήνων, τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής όπως και ο Δίας θεωρείται κατεξοχήν ελληνική θεότητα. Η λατρεία του φαίνεται ότι ήλθε και εξαπλώθηκε μαζί με τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα από την περιοχή της Ηπείρου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας.
Κέντρο της λατρείας του ήταν η Οίτη, το ιερό βουνό των Λοκρών, που υψώνεται πάνω από την Επικνημίδια Λοκρίδα. Σύμφωνα με το μύθο ο Ηρακλής μετά από κάθε άθλο πήγαινε σε ιαματικές πηγές προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές του.
Για το λόγο αυτό οι Έλληνες αφιέρωναν βωμούς στον Ηρακλή κοντά σε ιαματικές πηγές. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία περί της καταστροφής από τους Πέρσες στις Θερμοπύλες ενός βωμού αφιερωμένου στον Ηρακλή.